- διασαλακωνιζω
- διασαλακωνίζωδια-σᾰλᾰκωνίζωv. l. δια-σαικωνίζω идти вихляющей походкой Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διασαλακωνίσαι — διασαλακωνίζω aor inf act διασαλακωνίσαῑ , διασαλακωνίζω aor opt act 3rd sg διασαλακωνίζω aor inf act διασαλακωνίσαῑ , διασαλακωνίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασαλακώνισον — διασαλακωνίζω aor imperat act 2nd sg διασαλακωνίζω aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)